ἱστοριώδης

ἱστοριώδης
ἱστορ-ιώδης, ες,
A like history, Tz.H.8 No. 231 tit.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιστοριώδης — ἱστοριώδης, ες (Μ) [ιστορία] όμοιος με ιστορία …   Dictionary of Greek

  • ἱστοριῶδες — ἱστοριώδης like history masc/fem voc sg ἱστοριώδης like history neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστοριώδους — ἱστοριώδης like history masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”